- Σαμιακοῦ
- Σαμιακόςa height.masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελισσός — (Σάμος, 5ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μοναδικό επεισόδιο του ιδιωτικού του βίου που είναι γνωστό υπήρξε η διοίκηση του σαμιακού στόλου σε μία νικηφόρα ναυμαχία εναντίον των Αθηναίων το 441 π.Χ. Εικάζεται ότι ήταν μαθητής του Παρμενίδη και υπήρξε… … Dictionary of Greek
Βεγλερής, Γρηγόριος — (Κωνσταντινούπολη 1862 – 1948). Τελευταίος ηγεμόνας της Σάμου, επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σπούδασε στην Ευρώπη. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μουτεσαρίφης (έπαρχος) Μερσίνας. Τον Μάρτιο του 1912 πήγε στη Σάμο … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek